- υπερτίμημα
- το, -ατος1. χρηματικό ποσό που προκύπτει από την υπερτίμηση.2. αύξηση της αξίας ή της προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου: Αυτόματο υπερτίμημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.